- ἐπιμέλεια
- забота (τινός о чём)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐπιμελείᾳ — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέλεια — care bestowed upon fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… … Dictionary of Greek
επιμέλεια — η 1. φροντίδα, μέριμνα, ενεργό ενδιαφέρον: Η επιμέλεια της έκδοσης του λεξικού. 2. συνεχής και προσεκτική προσπάθεια για κάτι, εργατικότητα, ζήλος: Παρουσιάζει μεγάλη επιμέλεια στοσχολείο. 3. (νομ.), η ανάθεση με δικαστική απόφαση σε κάποιον της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμελείας — ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl (ionic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαι — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέλει' — ἐπιμέλεια , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc sg ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελειῶν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαις — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαισιν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείης — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)